Σελίδες

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Λεξιλόγιο του Iστολογίου – Έκδοση 5

Λεξιλόγιο/Έκδοση 05
Λεξιλόγιο του Iστολογίου
Αλφαβητικός κατάλογος όλων των λέξεων, τύπων, φράσεων και όρων του Σαμιακού Ιδιώματος που χρησιμοποιούνται στο Ιστολόγιο

(Αναρτήσεις 1–12, σελίδες: 69, πλήθος εγγραφών: 1538)


1) Περιέχονται οι τύποιλέξεις, φράσεις και όροι των αναρτήσεων:

12. Ζώα και εργασίες – Έκδοση 2

12. Ζώα και εργασίες
(Ζά κιη δ’λιιές)

Μάρτιος 2015/Έκδοση 2
(σύνολο λημμάτων: 146)

Πίνακας όρων που αφορούν ζώα και γεωργικές εργασίες
που εκτελούνται με τη βοήθεια ζώων

Όρος ή φράση του Σαμιακού Ιδιώματος
Ισοδύναμος όρος ή φράση της Κοινής Νεοελληνικής
Αριθμός Ανάρ­τησης
Γραμματικές, ετυμολογικές, πραγματολογικές και άλλες πληροφορίες
b’δίκλιι
πέδικλο
12
[ < μσν. πέδικλον < λατ. pediculus]
b’δικλώνου
πεδικλώνω
12
[ < b’δίκλιι]
dουβένι
ντουβένι
11
σανίδα με πριόνια στην μια της πλευρά που σύρεται από το ζώο στο αλώνι και κόβει τα στάχυα.
συνώνυμο: ζβάνα
dουρμούκι

11
βωλοκόπος, σανίδα με καρφιά στην μια της πλευρά που σύρεται από το ζώο πάνω στο οργωμένο χωράφι και το ισιώνει σπάζοντας τους σβόλους·
μεταφ. ηλίθιος
[<τουρκ. durmak]
άγανου
άγανο
11

αζηυγάρ’στους
ανόργωτος, χέρσος
11
αζευγάριστος, που δεν έχει ζευγαριστεί, που δεν έχει οργωθεί
αλbάνι’ς
αλμπάνης, πεταλωτής
12
[ < τουρκ. nalbant]
αλέτρι
αλέτρι
11
[< αρχ. άροτρον]
αλουγάκι
αλογάκι
12

αλουγιίσους
αλογίσιος
11

άλουγου
άλογο
11

αλουγουμούλαρου
αλογομούλαρο
12
μουλάρι με πατέρα γάιδαρο και μητέρα φοράδα
αλουνιίζου
αλωνίζω
11

αλώνι
αλώνι
11

αλώνι’ζμα
αλώνισμα
11

αμ’νούχι’στους
αμουνούχιστος
11
μη ευνουχισμένος, βαρβάτος
συνώνυμο: βαρβάτους
ανηφαdαλιιάζουμη
τρομάζω, ξαφνιάζομαι
11
του ζό ανηφαdαλιιάστ’κιη = το ζώο ξαφνιάστηκε, τρόμαξε
απητάλουτους
απετάλωτος
12
χωρίς πέταλα
αυλακιιά
αυλακιά
11

αυτχιάζουμη
αυτιάζομαι
11
στήνω αυτί, ορθώνονται τα αυτιά μου (για ζώο)
άχιυρου
άχυρο
11

βαρβάτους
βαρβάτος
11
μη ευνουχισμένος
συνώνυμο: αμ’νούχι’στους
γαϊδάρα
γαϊδάρα
12

γάιδαρους
γάιδαρος
12

γαϊδούρ’
γαϊδούρι
11

γαϊδούρα
γαϊδούρα
12

γαϊδουράκι
γαϊδουράκι
11

γαϊδουρίσους

11
γαϊδουρίσιος, γαϊδουρινός
γαϊδουρουμούλαρου
γαϊδουρομούλαρο
11
μουλάρι με πατέρα άλογο και μητέρα γαϊδάρα
γαλιίκι
γαλίκι
11
μεγάλο κοφίνι από καλάμια
[< ζαλίκι, φορτίο]
γιιακάς
περιλαίμιο, λαιμαριά
11
λαιμαριά ζώου
[<τουρκ. yaka]
γιύφτους
σιδηρουργός, πεταλωτής
11

γκαρίζου
γκαρίζω
11

γουμάρ’
γομάρι
12

δημάτ’
δεμάτι
11

δηρμάτ’
δερμάτι, τουλούμι, ασκί
11

δρημόνι’, δηρμόνι

11
χοντρό κόσκινο
[ < δέρμα]
ζ’γός
ζυγός
11

ζ’δηρουπάλ’κου
σιδεροπάλουκο
11
σιδερένιο παλούκι
[ < σ’δηρουπάλ’κου < σίδερο + παλούκι]
ζβάνα

11
σανίδα με πριόνια στην μια της πλευρά που σύρεται από το ζώο στο αλώνι και κόβει το άχυρο.
συνώνυμο: dουβένι
[<τουρκ. zivana]
ζβόλους
σβόλος
11
[ < βόλος, τους βόλους]
ζεύου
ζεύω
11

ζηυγαρ’ζ’μένους
ζευγαρισμένος, οργωμένος
11

ζηυγάρ’ζμα
ζευγάρισμα, όργωμα
11

ζηυγαργιά
ζευγαριά
11
όργωμα μιας ημέρας
ζηυγαρίζου
ζευγαρίζω, οργώνω
11

ζό πληθ. ζά
ζώο
11

θ’κούλι

11
διχαλωτό ξύλο, δίκρανο (με το οποίο ανασηκώνονται και απλώνονται τα στάχυα στο αλώνι)
[ < δ’κούλι’ < δικούλι < διχάλι < αρχ. δίχαλον]
(Το θ’κούλιήταν από κλαδί δέντρου με φυσική διχάλα)
Θα πχιάσου καμνιά στρουπίνα!

11
πρόσεξε γιατί θα σε κυνηγήσω, θα σε δείρω! (απειλή για ξυλοφόρτωμα)
[ < θα πιάσω καμιά στρουπίνα]
Βλέπε: στρουπίνα.
θημουνιιά
θημωνιά
11

καβάλα
ίππευση, καβάλα
11

καβάλα πανουσάμαρα
καβάλα πανωσάμαρα
11
ίππευση στην κορυφή του σαμαριού ανάμεσα στα φορτία των δύο πλευρών του σαμαριού
καβάλα στ’ σέλα
καβάλα στη σέλα
12

καβάλα στου gώλου
καβάλα στα καπούλια του ζώου
11

καβάλα στου σαμάρ’
καβάλα στο σαμάρι
11

καβάλα στου σαμάρ’
καβάλα στο σαμάρι
12

καβάλα τ’ αdρίκιια
αντρική ίππευση, ίππευση διχαλωτά
11
καβάλα με το ένα πόδι από τη μια πλευρά του ζώου και το άλλο από την άλλη
[ < καβάλα τα αντρικά]
καβάλα τα γι’ναίκιεια
γυναικεία ίππευση
11
καβάλα και με τα δύο πόδια από τη μια πλευρά του ζώου (συνήθως την δεξιά)
[ < καβάλα τα γυναικεία]
κάβουρας
κάβουρας
11
μεταλλικός γάντζος του σαμαριού από τον οποίο περνιέται και στερεώνεται το σκοινί (η καναβγιά)
καλάθ’
καλάθι
11
συνήθως «πλεγμένο» από καλάμια
καλπάζου
καλπάζω
11

κανναβγιά
κανναβιά
11
το σκοινί του σαμαριού
κάνου καβάλα
κάνω καβάλα
11
ιππεύω
καπίστρι
καπίστρι, χαλινάρι
11

καρπουλόϊ
καρπολόγι
11
μεγάλη ξύλινη «πιρούνα» που χρησιμοποιείται για το ξανέμισμα του άχυρου στο αλώνι και την συλλογή του καρπού
[ < καρπολόι < αρχ. καρπολόγος < καρπός + λέγω (= συλλέγω)]
(Σε αντιδιαστολή με το θ’κούλιπου ήταν από κλαδί δέντρου με φυσική διχάλα, το καρπουλόϊ κατασκευαζόταν από μαραγκό κι είχε κυριολεκτικά τη μορφή πιρουνιού)
κασαϊά, κασαή

11
βούρτσα ή ξύστρα για καθαρισμό  του ζώου
[ < τουρκ. kasaya]
κασαΐζου

11
καθαρίζω το ζώο με κασαϊά
καστλίκι
καστλίκι
12
σχοινί ή αλυσίδα που συνδέει το σαμάρι με το καπίστρι στο κεφάλι του ζώου για να το συγκρατει
καστίζου, καστλώνου
καστίζω
12
βάζω στο ζώο το καστλίκι
[τούρκ. kasmak]
κότσαλου
κότσαλο
11
χοντρό άχυρο
[ < κόψαλο]
κουστάου, κουστώ, κουστίζου, ακουστώ
καλπάζω, αναγκάζω το ζώο να καλπάσει
11
[κουστάου < κουστάω < κοστάω < αρχ. κοστάω (για άλογα = τρέφομαι καλά με κριθάρι (κοστή))]
(Βλέπε και: του κουστάου του μ’λάρ’)
κουστίδ’
καλπασμός
12
βλέπε: κουστάου
κουφίνι
κοφίνι
11
συνήθως «πλεγμένο» από βέργες λυγαριάς
κόφα, πληθ. κόφης
κόφα
11
μεγάλο κοφίνι
κώλους
καπούλια
12
[< κώλος]
μ’λάρ’
μουλάρι
11

μ’λάρα
μουλάρα
12

μ’λαράκι
μουλαράκι
11

μ’λαράς
μουλαράς
12
αγωγιάτης μουλαριού
μ’λαρένιιους
μουλαρένιος
11
συνώνυμο: μ’λαρίσους
μ’λαρίσους
μουλαρίσιος
11
συνώνυμο: μ’λαρένιιους
μ’νουχιίζου
μουνουχίζω, ευνουχίζω
11
[< μνουχίζω < βνουχίζω < ευνουχίζω]
μ’νούχους
μουνούχος, ευνουχισμένο ζώο
11
[< μνούχος < βνούχος < ευνούχος]
ξηκαστίζου, ξηκαστλώνου
ξεκαστίζω
12
αποσυνδέω το καστλίκιαπό το κεφάλι του ζώου
ξέστρουτους
ξέστρωτος
11
χωρίς σαμάρι, ξεσαμάρωτος
συνώνυμο: ξησαμάρουτους
ξηb’δικλώνου
ξεπεδικλώνω
12

ξηζεύου
ξεζεύω
11
χωρίζω τα ζώα από τον ζυγό
ξηλιύνουμη
λύνομαι
11
ελευθερώνομαι από το δέσιμο
[ξελύνομαι]
ξηπητάλουτους
ξεπετάλωτος
12
χωρίς πέταλα, που του έχουν βγάλει τα πέταλα
ξησαμαρίζου
ξεσαμαρίζω
12
βλέπε: ξησαμαρώνουμη
ξησαμάρουτους
ξεσαμάρωτος
11
χωρίς σαμάρι
συνώνυμο: ξέστρουτους
ξησαμαρώνου
ξεσαμαρώνω
12
βγάζω το σαμάρι από το ζώο
ξησαμαρώνουμη
ξεσαμαρώνομαι
11
μου βγάζουν το σαμάρι, μου φεύγει το σαμάρι
ξηστρώνου
ξεστρώνω, ξεσαμαρώνω
12

ξηφουρτώνου
ξεφορτώνω
12

π’λάρ’
πουλάρι
11

π’λαράκι
πουλαράκι
11

π’σ’τχιά

11
δερμάτινη λουρίδα στο πίσω μέρος του σαμαριού, η οποία περνάει πίσω από τα οπίσθια του ζώου και κάτω από την ουρά του για να συγκρατεί το σαμάρι στον κατήφορο
[ < πισωτιά < οπισθία]
π’χός
μπουχός
11
λεπτή αχυρόσκονη (συνηθισμένη στο αλώνισμα)
[π’χός < b’χός < bουχός < μπουχός]
(Πήγα στ’ αλώνι’ κιη γιέμ’σα π’χό = Πήγα στο αλώνι και γέμισα μπουχό)
παίρνου δρόμου
αφηνιάζω
11
παίρνω δρόμο, ξαφνιάζομαι και τρέχω
παλούκι
παλούκι
11
παλούκι, μικρός πάσαλος
(ξύλινο ή μεταλλικό πασαλάκι το οποίο μπήγεται στο χώμα και στο οποίο δένεται η άκρη του καπιστριού του ζώου για να μην απομακρύνεται αυτό)
πανουκάβαλου
πανωκάβαλο
11
δερμάτινη λουρίδα στο πίσω μέρος του σαμαριού, η οποία περνάει πάνω από τα καπούλια του ζώου, και κάθετα προς την  π’σ’τχιά για να την συγκρατεί ώστε να μην πέφτει χαμηλά και εμποδίζει το ζώο στο περπάτημα
[< πάνω + καβάλα]
πανουσάμαρα
πανωσάμαρα
12
στην κορυφή του σαμαριού ανάμεσα στα φορτία των δύο πλευρών του σαμαριού
πέταλου
πέταλο
11

πηταλόπρουκης
πεταλόπροκαες
11
τα σιδερένια καρφιά με τα οποία ο πεταλωτής στερεώνει το πέταλο στην οπλή του ζώου
[ < πέταλο + πρόκα]

πηταλουμένους
πεταλωμένος
12

πηταλουτής
πεταλωτής
11

πηταλώνου
πεταλώνω
11

πουλούκι
πουλούκι
12
σιδερένιο αλέτρι
[ < pulluk]
πρόκα
πρόκα
11
μεγάλο καρφί
προυgάου, bρουgάου

11
διώχνω με θόρυβο, αφηνιάζω, ξαφνιάζομαι και τρέχω
[ < πρόγκα < σλαβ. pruca]
(πρόgι’ξη του ζό)
σακούλα
σακούλα
12

σαμάρ’
σαμάρι
11

σαμαρουμένους
σαμαρωμένος
11
[Μετοχή παθ. παρακειμένου του ρ. σαμαρώνου]
σαμαρώνου
σαμαρώνω
11
βάζω σαμάρι σε ζώο
σέρνου
σέρνω
11
σύρω τραβώντας το συρdάρ’ ενός ζώου και το οδηγώ
σουβλάου, σουβλώ
σουβλώ
11
κεντρίζω, πιέζω το σουβλί πάνω στο δέρμα του ζώου για να το αναγκάσω να προχωρεί πιο γρήγορα
[ < σουβλί]
σουβλί
σουβλί
11
κομμάτι βέργας από κατασκευής μυτερό, ή ειδικά πελεκημένο, στη μια του άκρη που πιέζεται πάνω στο δέρμα του ζώου και το ερεθίζει ώστε αυτό να προχωρεί πιο γρήγορα
σουρός
σωρός
11

στα τέσσηρα
στα τέσσερα
11
και με τα τέσσερα πόδια το ένα μετά το άλλο διαδοχικά
(τρέξιμο του ζώου, με ασυγχρόνιστα πόδια, σε αντίθεση με τον καλπασμό, όπου τα δύο μπροστικά πόδια συγχρονίζονται και τα δύο οπίσθια επίσης)
στάχι
στάχυ
11

στρουμένους
στρωμένος
11
Βλέπε: στρώνου του ζό, στρώνου του χουράφ’.
στρουπαρόλι

11
μικρό καρφί με πλατύ κεφάλι
[στρουπαρόλι< τρουπώνω < τρυπώνω]
(Πολλά στρουπαρόλιια κάρφωνε ο τσαγκάρης κάτω από τις σόλες των παπουτσιών – ιδίως των άρβυλων, που φοριούνταν στις γεωργικές δουλειές – για να μην φθείρονται/λιώνουν γρήγορα)
στρουπίνα
στρουπίνα
11
ξύλο με διχάλα στην άκρη του που στήνεται όρθιο για να υποστηρίζει το φορτίο της μιας πλευράς του σαμαριού ενός ζώου ωσότου φορτωθεί και η αλλη πλευρά του σαμαριού και εξασφαλιστεί η ισορροπία των δύο φορτίων.
[μεγεθυντικό του αρχ. τρόπις]
συνώνυμο: φουρτουτήρα
στρώνου
στρώνω
12

στρώνου του ζό
σαμαρώνω το ζώο
11
συνώνυμο: σαμαρώνου του ζό
στρώνου του χουράφ’
στρώνω το χωράφι
11
ισιώνω το φρεσκοοργωμένο χωράφι
συρdάρ’
συρντάρι
11
η αλυσίδα και το σχοινί του καπιστριού
[ < συρτάρι]
συρdαρόσκι’νου
συρνταρόσκοινο
11
σχοινί του συρdαργιού
τ’ αdρίκιεια
αντρικά
12
αντρική ίππευση, ίππευση διχαλωτά, καβάλα με το ένα πόδι από τη μια πλευρά του ζώου και το άλλο από την άλλη
[ < τα αντρικά]
τα γι’ναίκιεια
γυναικεία
12
γυναικεία ίππευση, καβάλα και με τα δύο πόδια από τη μια πλευρά του ζώου (συνήθως την δεξιά)
[ < τα γυναικεία]
του κουστάου του μ’λάρ’

11
το κουστάω το μουλάρι = αναγκάζω το μουλάρι να καλπάσει
(Βλέπε και το ρήμα: κουστάου)
τρέξ’μου στα τέσσηρα
τρέξιμο στα τέσσερα
12
τρέξιμο του ζώου, με ασυγχρόνιστα πόδια, σε αντίθεση με τον καλπασμό, όπου τα δύο μπροστικά πόδια συγχρονίζονται και τα δύο οπίσθια επίσης
τρέχου στα τεσσηρα
τρέχω στα τέσσερα
12
Βλέπε: τρέξ’μου στα τέσσηρα
τρουβάς
ντορβάς
12
τρίχινος σάκος
[ < τουρκ. torba]
τσαλιτράζ’, τσαλι’τράνι

11
νυχοκόπτης του πεταλωτή, κοφτερό όργανο του πεταλωτή με το οποίο έκοβε στην άκρη το νύχι της οπλής του ζώου για να το ισιώσει και να τοποθετήσει το πέταλο
τσαχπίνι’κους
τσαχπίνικος
11

τσαχπίνι’κου τρέξ’μου
τσαχπίνικο τρέξιμο
12
περπάτημα ζώου με συχρονισμό του μπροστινού αριστερού ποδιού με το πίσω δεξιό και του δεξιού μπροστινού ποδιού με το πίσω αριστερό
ύgλα
ύγγλα
11

υνιί
υνί
11

φουράδα
φοράδα
12

φουρτουτήρα
φορτωτήρα
11
ξύλο με διχάλα στην άκρη του που στήνεται όρθιο για να υποστηρίζει το φορτίο της μιας πλευράς του σαμαριού ενός ζώου ωσότου φορτωθεί και η αλλη πλευρά του σαμαριού και να εξασφαλιστεί η ισορροπία των δύο φορτίων.
συνώνυμο: στρουπίνα
φουρτώνου
φορτώνω
12

χαβγιά
χαβιά
11
φίμωτρο αλόγου ή μουλαριού με σιδερένιο στέλεχος που περνάει μέσα στο στόμα του ζώου για να μη δαγκώνει
[μσν. χάβος =  χαλινός]
χιέρσους
χέρσος
11

χλιιμιdράου
χλιμιντρίζω, χρεμετίζω
11