Σελίδες

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

18. Παρατσούκλια του Παγώνδα (3η έκδοση)

Ν. Κ. Δεμερτζής/2018-01-22
(Επιμέλεια: Κ. Βαλεοντής)

Παρατσούκλια του Παγώνδα
(Παραgώμνια τ’ Παώdα)

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΑΡΩΝΥΜΙΩΝ
ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ Ή ΖΟΥΝ ΣΤΟΝ ΠΑΓΩΝΔΑ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ

Έκδοση 3
(368 παρωνύμια)

Στον κατάλογο που ακολουθεί περιλαμβάνονται παρωνύμια (παρατσούκλια) – στο Σαμιακό ιδίωμα: παραgώμνια – ανθρώπων που έζησαν ή και ακόμα ζουν στον Παγώνδα της Σάμου. Είναι όσα μπόρεσε να θυμηθεί ο Ν. Κ. Δεμερτζής τα οποία και καταγράψαμε ύστερα από συζητήσεις μαζί του τα τελευταία καλοκαίρια στη Σάμο. Καθένα από τα παρωνύμια αυτά αφορά κάποιο χαρακτηριστικό ή κάποιο γεγονός που σχετίζεται με το πρόσωπο που αφορά, στην καταγραφή του οποίου (στη στήλη «Σχόλια») τηρήθηκε κάποια «πολιτική ορθότητα». Σκοπός του παρόντος καταλόγου δεν είναι να εκτεθούν προσωπικά δεδομένα των συγκεκριμένων ανθρώπων – γι αυτό και δεν αναφέρονται τα πραγματικά ονόματα των ανθρώπων – αλλά να αναδειχθεί η έκταση του φαινομένου της παρωνυμίας (παραgώμνιαζμα) που υπήρχε στο συγκεκριμένο χωριό.
Σημείωση
Σε κάποιες περιπτώσεις όπου υπάρχει αναντιστοιχία του γραμματικού γένους του άρθρου (ου / η /του) με το φυσικό γένος του προσώπου ακολουθεί σε παρένθεση η λέξη «άντρας» ή η λέξη «γυναίκα».
Στην παρούσα έκδοση έχουν προστεθεί 42 παρωνύμια, που «θυμήθηκε» και μας έδωσε η κα Αγγέλα Μιχέλη, την οποία και ευχαριστούμε.
                                                                                                            Κ.Β.

Α/Α
Παρωνύμιο (παραgώμ’)
Σχόλιο

  1.  
η bαϊλάνα
Ήταν πρόσφυγας του 1922.

  1.  
η bούμνα
Ήταν πολύ χοντρή.

  1.  
η HΟΚΑ (άντρας)
Έγραψε στο μπαλκόνι του το όνομα της απελευθερωτικής οργάνωσης της Κύπρου: ΕΟΚΑ.
[ΗΟΚΑ = ΕΟΚΑ]

  1.  
η Αbουλιίτσα (άντρας)
Όταν, στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, μπόλιαζε μια αγριελιά, εξέφρασε τον φόβο του και την απορία του «άραγε θα την χαρεί όταν μεγαλώσει ή θα του την πάρουν οι κομμουνιστές;».
[αbόλα = μπολιασμένη αγριελιά
αbουλιίτσα = μικρή αbόλα]

  1.  
η Αgι’λιιά (άντρας)


  1.  
η Αηδόνα


  1.  
η Ανημίτσα


  1.  
η Αχτένι’στ’
< αχτένιστη

  1.  
η Βαθρακούλα
βαθρακούλα  = βάτραχος

  1.  
η Βδούκου
Ευδοκία

  1.  
η Βηνητχιά
Βενετία

  1.  
η Γιιουργιία τ’ Χρήστ’
Γεωργία του Χρήστου

  1.  
η Δαφνιίτηνα
= Δαφνίταινα

  1.  
η Ζουμπούλα
< ζουμπούλι

  1.  
η Κ’σαdγιανή
Πρόσφυγας από το Κουσάντασι.

  1.  
η Καbάρα


  1.  
η Καbουρίτσα
Έπασχε από κύφωση.

  1.  
η Καβαλι’νού
< καβαλίνα

  1.  
η Καπητάνι’σσα
Καπετάνισσα

  1.  
η Καραgούνα
ομοιότητα με καραγκούνα

  1.  
η Κατσίκιηνα
Κατσίκαινα < Κατσίκας

  1.  
η Κουράδα (άντρας)


  1.  
η Κουραλλιία
Κοραλλία

  1.  
η Κουρηλού
< κουρελού

  1.  
η Κουρούνα ή ου Κουρουνιιός (άνδρας)
< κουρούνα

  1.  
η Λαbρινιίνα
Λαμπρινίνα < Λαμπρινός

  1.  
η Ληνάρα (ευτραφής κυρία με το όνομα Ελένη)
Λενάρα < Ελενάρα < ελένη

  1.  
η Ληχώνα
< λεχώνα

  1.  
η Μαργιώŋgα, ου Μαργιώŋgους


  1.  
η Μάρηνα
Μάραινα

  1.  
η Μθούνα
Ήταν πάντα κλειστή (μπουκωμένη) η μύτη της από βλέννα και είχε χαρακτηριστική ομιλία.
[μ’θουνιιάζου = συναχώνομαι, μπουκώνει η μύτη μου]

  1.  
η Μιλιτίνα


  1.  
η Παγώνα


  1.  
η Παλιιόπ’τσα (άντρας)
Όταν ήταν νεαρός επιτέθηκε σε ηλικιωμένη με ανήθικο σκοπό.

  1.  
η Πατινιιά
< πατινιά < πατ’νιιά < Πάτνου (= Πάτμος)

  1.  
η Πηρ’βουλαργιά, οι Πηρ’βουλαργιές
Ασχολιόταν με την καλλιέργεια κήπων (περιβολιών).

  1.  
η Πηταλούδα η κουλλι’μένι στου dοίχου (γυναίκα)
κοπέλα πολύ λεπτοκαμωμένη

  1.  
η Πινέζα (άντρας)
Είχε καταπιεί μια πινέζα.

  1.  
η Πιπίλα


  1.  
η Πιστίτσα


  1.  
η Πλατάνα
Καταγόταν από το χωριό Πλάτανος. Ήταν ψηλή γεροδεμένη γυναίκα.

  1.  
η Πουδίτσα
ποδίτσα

  1.  
η Πραξία τ’ Ιουρδάνι


  1.  
η Προυκαλανίνα
< προκάλανος

  1.  
η Ραμόνα
Τραγουδούσε το τραγούδι «Ραμόνα».

  1.  
η Ρήνηνα
Ρήναινα

  1.  
η Σ’κού
Αγαπούσε πολύ τα σύκα.

  1.  
η Σαγιιουνάρα (άντρας) ή Κουλουμούdρας
Κυκλοφορούσε με σαγιονάρες στο χωριό.

  1.  
η Σαλιιάρα
Όταν μιλούσε πετιόνταν τα σάλια της.

  1.  
η Σάμηνα
Είχε σχέσεις ερωτικές με εργαζόμενο στο πλοίο Σάμαινα.

  1.  
η Σαπ’ναργιά, οι Σαπ’ναργιές
Από το επάγγελμα που ασκούσε (παρασκεύαζε σαπούνι).

  1.  
η Σουκακιιάρα (άντρας)
Γύριζε στις γειτονιές (στα σοκάκια) κουτσομπολεύοντας.

  1.  
η Τράτα (γυναίκα)
Ο άντρας της λεγόταν: ου Τράτους

  1.  
η Τσακαγιιάννηνα
Τσακαγιάνναινα < Τσακαγιάννης

  1.  
η Τσιγαρατζίνα
Πωλήτρια τσιγάρων.

  1.  
η Τσιγαρού
καπνίστρια

  1.  
η Φ’στάνα
Φουστάνα < φουστάνι

  1.  
η Φίδηνα
Φίδαινα < Φίδης

  1.  
η Φραγκουμαζεύτρα
Η πρώτη γυναίκα καφετζίνα· μάζευε τα φράγκα των αντρών.

  1.  
η Φρατζόλα


  1.  
η Φτηρουγαργιά (άντρας)
Έγερνε η μια πλάτη του σαν φτερούγα χτυπημένου πουλιού.

  1.  
η Χατζήδηνα
Η μόνη στο χωριό που είχε βαφτιστεί στον Ιορδάνη, τα χρόνια εκείνα πριν τον Β΄ Π. Πόλεμο.

  1.  
η Ψαλι’δίνηνα
Ψαλιδίναινα < Ψαλιδίνης

  1.  
οι Βριπίδηνης
= Ευριπίδαινες

  1.  
οι λουλου Κνιίτ’δης


  1.  
ου Gλέζους ή Αρκουδουπατ’μένους
Το «αρκουδοπατημένος» δικαιολογείται από το γεγονός ότι ξάπλωσε στην πλατεία του χωριού να τον πατήσει η αρκούδα κάποιου αρκουδιάρη για να θεραπευτεί από τους πόνους στη μέση του.

  1.  
ου bαλιής


  1.  
ου bαρούτσους


  1.  
ου bέb’κας


  1.  
ου bέλους
Κλέφτης του χωριού· από τον γνωστό Μπέλο του υποκόσμου.

  1.  
ου bζίτ’ς


  1.  
ου bηbές
= μπεμπές

  1.  
ου bηνέτους


  1.  
ου bιbί
Καθημερινώς προέβλεπε και τον καιρό.

  1.  
ου bιζίκους


  1.  
ου bικάντ’ς


  1.  
ου bίνι’ς


  1.  
ου bιρbίλιιας


  1.  
ου bιρλανούνι’ς


  1.  
ου bουbούνας
Μιλούσε βροντερά, σαν βροντή (bουbούνα).

  1.  
ου bουδουσάκι’ς
(Μποδοσάκης)
Παρίστανε τον πολύ πλούσιο.

  1.  
ου bουλαdανιιός
Ήταν κηπουρός.
(bουλαdανιιά dουμάτα = ντομάτα για πούλημα)

  1.  
ου bουλασίκι’ς


  1.  
ου bουρέκι’ς, τα bουρηκάκιια


  1.  
ου bουρλότους


  1.  
ου bουτ’κός
Το πρόσωπό του έμοιαζε με ποντικού (ποντικομούρης).

  1.  
ου bουτ’κός ή
ου Μανώλι’ς-Μανώλι’ς ή
ου Ουκτώμβρης ή
ου Ρόζους
Όταν έλεγε το όνομά του ή μιλούσε επαναλάμβανε τις λέξεις.

  1.  
ου bούτσ’κους


  1.  
ου dαbάκι’ς


  1.  
ου dάβανους


  1.  
ου Dιλιής


  1.  
ου Dιρές


  1.  
ου Gάτσους


  1.  
ου Gιιαούρ’ς


  1.  
ου Αβάντης


  1.  
ου Άθρουπους


  1.  
ου Αληξάκι’ς, η Αληξάκιηνα
Από το όνομα κάποιου προγόνου.

  1.  
ου Αράπ’ς
Ήταν μαύρος.

  1.  
ου Ασβηστάς
Από το επάγγελμά του (έφτιαχνε ασβέστη).

  1.  
ου Ατάλανdους


  1.  
ου Άχαης


  1.  
ου Αχτένι’στους
Το παρωνύμιο μαρτυρεί τις συνήθειές του.
[αχτένι’στους = αχτένιστος]

  1.  
ου Βαβάους


  1.  
ου Βαρηλουφόντ’ς
παραφθορά του ονόματος Βελλεροφόντης

  1.  
ου Βαρκάρ’ς


  1.  
ου Βαρραβάς
Από την εμφάνιση και πιθανόν από τις πράξεις του κάποιος παπάς.

  1.  
ου Βηλέντζας


  1.  
ου Βηνιιαμίν


  1.  
ου Βουίτ’ς ή Μουρφουνιιός
Έμοιαζε στο κεφάλι με τον «Μορφονιό», τον ήρωα του Θεάτρου Σκιών.

  1.  
ου Βούργιιας


  1.  
ου Βούτκας


  1.  
ου Γ’ρουνάς
= γουρουνάς

  1.  
ου Γαλατάς, οι Γαλατάδης


  1.  
ου Γάτζους


  1.  
ου Γάτους
Είχε γατίσια μάτια.

  1.  
ου Γιέμηλους


  1.  
ου Γιηρμανός
Ήταν πολύ ξανθός.

  1.  
ου Γιιg’ζίτ’ς


  1.  
ου Γιιαbανάς


  1.  
ου Γιιάνν ι’ς τς Τανάλιιας


  1.  
ου Γιιάννι’ς  τς Μαρίας
Γιος της Μαρίας.

  1.  
ου Γιιάννι’ς τ’ Πηρικλιή
Γιος του Περικλή.
ο Γιιάννι’ς τ’ Πηρικλιή, ο Δ’μήτρης τ’ Μαργιουλάκι’, ο Εμμανουήλ Περικλέους και ο Σωκράτης Μούρτος ήταν τέσσερα αδέλφια, από τα οποία μόνο ο τελευταίος λεγόταν με το πραγματικό του όνομα.

  1.  
ου Γιιάννι’ς τ’ Σταμάτ’
Από το όνομα κάποιου προγόνου Σταμάτη.

  1.  
ου Γιιάννι’ς τ’ Σταυρή
Γιος του Σταυρή.

  1.  
ου Γιιάννι’ς τσ Παπαδγιάς


  1.  
ου Γιιάννι’ς τς Πάτρας
Γιος της Πάτρας.

  1.  
ου Γιιάννι’ς τσι Ψ’λής


  1.  
ου Γιιατρός τς Τρούbας ή Δαgανιιάρ’ς


  1.  
ου Γιιουβάστας


  1.  
ου Γιιούζbας


  1.  
ου Γιιώργι’ς ου Πλατσάρας


  1.  
ου Γιιώργι’ς τ’ Σάββα


  1.  
ου Γιιώργους ου Βέρους
Από το όνομα Βέρα της μάνας του

  1.  
ου Γιιώργους τς Ανημίτσας, η Ανημίτσα
Από το παρατσούκλι της μάνας του (Ανημίτσα = Ανεμίτσα)

  1.  
ου Γρίτσους


  1.  
ου Δ’μητρακούλι’ς
Δημητρακούλης < Δημητράκης < Δημήτρης

  1.  
ου Δ’μήτρης τ’ Μαργιουλάκι
Βλέπε
ουΓιιάννι’ς τ’ Πηρικλιή

  1.  
ου Δακτυλιδάς
Φορούσε δακτυλίδια που δεν ήταν της τάξης του.

  1.  
ου Δανάους
Το όνομά του ήταν Δελής.

  1.  
ου Δαφνιίτ’ς, η Δαφνιίτηνα


  1.  
ου Δράκους τς Ληργιούς
Επιτέθηκε, στην περιοχή Λεριού, σε γυναίκα για ερωτικό σκοπό, την εποχή που έγραφαν οι εφημερίδες για τον «Δράκο του Σέιχ Σου» στη Θεσσαλονίκη.

  1.  
ου Εμμανουήλ Περικλέους
Γιος του Περικλή. Είχε λόγιο στυλ και δεν τον αποκαλούσαν στο Σαμιακό Ιδίωμα
Βλέπε και
ουΓιιάννι’ς τ’ Πηρικλιή

  1.  
ου Ζέρβας


  1.  
ου Ζνάκους


  1.  
ου Ηβραίους
= Εβραίος
(πολύ ακριβός παντοπώλης)

  1.  
ου Ηγγλέζους
= Εγγλέζος
(πολύ ξανθός)

  1.  
ου Θανάσ’ς ου Καπλάνι’ς


  1.  
ου Θη ουφάνι’ς
Θεοφάνης

  1.  
ου Ιζραηλιήτ’ς
= Ισραηλίτης
(πολύ ακριβός τεχνίτης)

  1.  
ου Κ’τσός
Ανάπηρος πολέμου με κομμένο το ένα πόδι.

  1.  
ου Κ’φός
Ήταν κωφάλαλος.

  1.  
ου Καbάρ’ς


  1.  
ου Καbουρουμύτ’ς
Από την «καμπουρωτή» μύτη του.

  1.  
ου Καδής
Ήταν αυταρχική γυναίκα.

  1.  
ου Καζανάς


  1.  
ου Καΐλας


  1.  
ου Καλαμουβράκας


  1.  
ου Καλέμ’ς


  1.  
ου Καλιημέρα σας
Χαιρετούσε πάντα με το «καλημέρα σας!».

  1.  
ου Κανέλους


  1.  
ου Καπότ’ς


  1.  
ου Καρbόβουλους


  1.  
ου Καραbουγάς


  1.  
ου Καρακατσάνι’ς


  1.  
ου Καραλιιάς
Λεγόταν Ηλίας και είχε στραβισμό.

  1.  
ου Καραουλάνι’ς


  1.  
ου Καρηκλάς
Από το επάγγελμά του.
[καρηκλάς = καρεκλάς ]

  1.  
ου Καρλαύτ’ς
Είχε μεγάλα εξέχοντα αυτιά.
[καρλαύτ’ς = καρλάυτης / καρλάφτης , με μεγάλα αυτιά]

  1.  
ου Καρμανιιόλους
Πουλούσε τη δημοκρατική εφημερίδα του ΕΑΜ «Καρμανιόλος».

  1.  
ου Καρμάς


  1.  
ου Καρόνας


  1.  
ου Κάρτερ
Ελληνοαμερικανός του Δημοκρατικού Κόμματος
[Κάρτερ: πρόεδρος των ΗΠΑ]

  1.  
ου Καστής


  1.  
ου Κατρέλιιας


  1.  
ου Κατρούλι’ς


  1.  
ου Κατσόλας


  1.  
ου Κατσούλι’ς


  1.  
ου Καυλαdούρ’ς
Βλέπε Παπακαυλαdούρ’ς

  1.  
ου Καψόκουλους


  1.  
ου Καψουλόους


  1.  
ου Κζίτ’ς ή Ασπρόκουλους
Καυχιόταν ότι ανακάλυψε φωλιά ενός «ασπρόκωλου».
[ασπρόκουλους = ασπρόκωλος, είδος κορυδαλλού με άσπρη κοιλιά.]

  1.  
ου Κιιαγιιάς


  1.  
ου Κιικιιβασίλι’ς
Από την χαρακτηριστική επανάληψη, στην ομιλά του, της συλλαβής [κιι] και από το όνομά του (Βασίλης).

  1.  
ου Κλαρίτ’ς


  1.  
ου Κληοπούτσ’ς


  1.  
ου Κλίτσους


  1.  
ου Κοgό / Κουgό
Από τη δυσκολία στην ομιλία· χρησιμοποιούσε τη συλλαβή [go].

  1.  
ου Κότσ’φας
Ήταν πολύ περήφανος σαν κότσυφας.

  1.  
ου Κουbουλουγάς
Κρατούσε πάντα κομπολόι ή «έπαιζε κομπολόι» τα κλειδιά του σχολείου στο οποίο ήταν διευθυντής.

  1.  
ου Κούκους


  1.  
ου Κουλαούζους


  1.  
ου Κουλέμ’ς


  1.  
ου Κουμαρέντζους


  1.  
ου Κουμμουνιστουφάγους
Στον εμφύλιο ζητούσε κάθε βράδυ να γίνονται συλλήψεις κομμουνιστών.

  1.  
ου Κουρδηλιιάνους


  1.  
ου Κουρνιιάχτ’ς


  1.  
ου Κουρούπ’ς,
θηλ. η Κουρούπα


  1.  
ου Κουσκουτάς
Παρίστανε τον πολύ πλούσιο την εποχή του «σκανδάλου Κοσκωτά».

  1.  
ου Κουσταdής ου Βαθχιώτ’ς
Ο παππούς του ήταν από το Βαθύ.

  1.  
ου Κούτ’λας ή
ου Ρούσβελτ
Το πρώτο από το μεγάλο μέτωπο (κούτηλου) που είχε· ήταν καραφλός. Το δεύτερο γιατί ασχολούμενος με την πολιτική μιλούσε πολύ.

  1.  
ου Κουτούλας


  1.  
ου Κουτσίδας
Είχε κοτσίδα στα μαλλιά του.
[κουτσίδα = κοτσίδα]

  1.  
ου Κουτσουλούκους


  1.  
ου Κουτσουπούτσ’ς
Δεν είχε ή ήταν πολύ μικρή η φύση του.

  1.  
ου Κουψαχιείλι’ς
Έπασχε από λαγωχειλία· είχε σχισμένο χείλος.

  1.  
ου Κριθαρένιιους


  1.  
ου Κώστας τ’ Θη ουφάνι
Θεοφάνης ήταν ο πατέρας του.

  1.  
ου Κώστας τς Πέτρηνας
= ο Κώστας της Πέτραινας
Ο πατέρας του λεγόταν Πέτρος.

  1.  
ου Λαbρινός
Ο πατέρας του λεγόταν Λαμπρινός.

  1.  
ου Λαγός


  1.  
ου Ληχουμούνι’ς
Γέρος στην ηλικία ασέλγησε σε μικρό κορίτσι.

  1.  
ου Λι’ή
Στην ομιλία του χρησιμοποιούσε πολύ τον φθόγγο [λι].

  1.  
ου Λιιτζαρίνους


  1.  
ου Λουστός
Από την κορμοστασιά του, που έμοιαζε «σαν να κατάπιε λοστό».

  1.  
ου Μ’τζούρ’ς
Μηχανικός σε λιοτρίβι (συνήθως μουτζουρωμένος από γράσα και λάδια μηχανής).

  1.  
ου Μ’χαλάρας
Μιχάλης πολύ μικρόσωμος· κατ’ ευφημισμόν.

  1.  
ου Μαγνιήτ’ς
= Μαγνήτης

  1.  
ου Μαλαγάνης


  1.  
ου Μαν’ώλι’ς τς Αργιυρής ή η Αργιυρή
Γιος της Αργυρής (Αργυρώς).

  1.  
ου Μαν’ώλι’ς τς Ηπιμένι’ς
Γιος της Επιμένης;;;;

  1.  
ου Μανδάνους
Από τη γυναίκα του, που λεγόταν Μανδάνη.

  1.  
ου Μανώλι’ς τζ Βάρδας
Αναχωρητής σε ξωκκλήσι στην περιοχή Βάρδα.

  1.  
ου Μανώλι’ς τζ Ζαφείρας
Από τη μάνα του, που λεγόταν Ζαφειρώ.

  1.  
ου Μανώλι’ς τζ Σταματούλι’ς
Από τη μάνα του, που λεγόταν Σταματούλη.

  1.  
ου Μασάκας, η Μασάκιηνα


  1.  
ου Μαστρουμανώλι’ς
Μανώλης μάστορας σιδηρουργός.

  1.  
ου Ματάκιιας, ή Τα Ματάκιια
Είχε πολύ μικρά μάτια.

  1.  
ου Ματσάκιιας


  1.  
ου Μαύρους
Ήταν πολύ μελαχρινός.

  1.  
ου Μαχιηρουμένους
μαχαιρωμένος

  1.  
ου Μηλέκους


  1.  
ου Μουνόβρακους
= Μονόβρακος

  1.  
ου Μουρτζούκους


  1.  
ου Μπουτίλιιας
Εμπορευόταν μποτίλιες υγραερίου.

  1.  
ου Νηνηγιιώργι ς
= Νενεγιώργης.
Γιώργος που επαναλάμβανε, στην ομιλία του, το [νη].

  1.  
ου Νηνηστάθ’ς
= Νενεστάθης
Στάθης που επαναλάμβανε, στην ομιλία του, το [νη].

  1.  
ου Νι’κουβής


  1.  
ου Νι’κουμηδγειώτ’ς
Πρόσφυγας από την Νικομήδεια (1922).

  1.  
ου Ξάνθους
Ο πατέρας του λεγόταν Ξάνθος.

  1.  
ου Ξηρουκουμτσάς, οι Ξηρουκουμτσάδης
Για να εργάζονται χωρίς διακοπή στο μάζεμα της ελιάς οι εργάτες τους, τους πέταγαν μπροστά τους κομμάτια (ξεροκόμματα) ψωμί και όταν τα έφταναν τα έτρωγαν.

  1.  
ου Ό εστίν
Συνήθιζε να χρησιμοποιεί τη φράση «Ὃ ἐστίν».

  1.  
ου Ουζάλ
Οζάλ (τούρκος πρωθυπουργός)

  1.  
ου Ουραίους
Παρίστανε τον ωραίο. Τραγουδούσε το τραγούδι «ο ωραίος η ωραία».

  1.  
ου Ουρανός


  1.  
ου Παdηλάκι’ς, οι Παdηλάκι’δης
< Παντελάκης.
Από το όνομα κάποιου προγόνου (Παντελής).

  1.  
ου Πάκιιας


  1.  
ου Παλιιόκουζμους
Ταξίδεψε στην Αίγυπτο όπου εργάστηκε στην διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ. Όταν επέστρεψε στο χωριό και ρωτήθηκε για τους ξένους που γνώρισε, απάντησε «Παντού παλιόκοσμος είναι!»

  1.  
ου Παλιιός Χ’στός


  1.  
ου Παπαγιιώργι’ς, οι Παπαγιιώργι’δης
Από τον Παπα-Γιώργη.

  1.  
ου Παπαδ’μητράκι’ς
Από πρόγονό του παπά που ονομαζόταν Δημητράκης.

  1.  
ου Παπαϊππουκράτ’ς
Από πρόγονό του παπά που ονομαζόταν Ιπποκράτης.

  1.  
ου Παπακαυλαdούρ’ς
Παπάς στον Παγώνδα από τον Πύργο, λίγο «ζωηρός».

  1.  
ου Παρασκιηυάς


  1.  
ου Παρτχιάς


  1.  
ου Πασούλι’ς, η Πασούληνα


  1.  
ου Πατμένους


  1.  
ου Πατούχας


  1.  
ου Πητσαλέκους


  1.  
ου Πητσένιιους


  1.  
ου Πλακιίδας


  1.  
ου Πλάτανους
Είχε παντρευτεί την Πλατάνα

  1.  
ου Πουνουκιοίλι’ς
Έπασχε από κοιλιακά.

  1.  
ου Πουρδγιάς
Παρωνύμιο χαρακτηριστικό συνήθειας

  1.  
ου Πραπράκι’ς


  1.  
ου Ρόζ


  1.  
ου Ρόζους


  1.  
ου Ρούσκαρ’ς ή Ρουτσκαρής


  1.  
ου Σ’κάς
Αγαπούσε πολύ τα σύκα. Στην Κατοχή δίδασκε κιθάρα με αμοιβή σε σύκα.

  1.  
ου Σαλάχας


  1.  
ου Σαλέπ’


  1.  
ου Σαμαράς
Από το επάγγελμά του· κατασκεύαζε και επιδιόρθωνε σαμάρια.

  1.  
ου Σαρκιής


  1.  
ου Σηdούκους
= Σεντούκος (< σεντούκι)

  1.  
ου Σκαμάκι’ς


  1.  
ου Σκαρπάθχιους
Έτσι ονομάστηκαν εργάτες που εγκαταστάθηκαν στο χωριό προερχόμενοι από την Κάρπαθο.

  1.  
ου Σκατόπχιαστους
Ομολογεί το όνομα.

  1.  
ου Σκούρους


  1.  
ου Σουβλιής


  1.  
ου Σουκιιλαλάς
Ήταν τοκογλύφος.
[ < από το όνομα ενός τοκογλύφου στην ταινία «Γη ποτισμένη με ιδρώτα»]

  1.  
ου Σούμας


  1.  
ου Σουρμαής


  1.  
ου Σουσουράδας


  1.  
ου Σπόρους
= Σπόρος

  1.  
ου Σταθάρας
Ηδονοβλεψίας μεγαλόσωμος ονόματι Στάθης.

  1.  
ου Σταφίδας
Μεθούσε πολύ· γινόταν «σταφίδα» στο μεθύσι.

  1.  
ου Στέλιιους τς Αθηνιιάς
Γιος της Αθηνιιάς

  1.  
ου Στράτους


  1.  
ου Στράτσους
τ’ Στράτσ’ η βρύσ’

  1.  
ου Στρουgι’λός
< στρογγυλός

  1.  
ου Ταbάκι’ς


  1.  
ου Ταμτάκους
Είχε χρυσό μπροστινό δόντι (πλάγια άνω)

  1.  
ου Ταρζάν
Μικρός ανέβαινε στα δέντρα.

  1.  
ου Ταρταλιής


  1.  
ου Τζ’γόνι’ς


  1.  
ου Τζίτζας


  1.  
ου Τζιτζιφχιόgους
Από τη συμπεριφορά του κάποιος παπάς.

  1.  
ου Τηbέλι’ς
Το αντίθετο από ό,τι ήταν· πολύ προκομμένος.

  1.  
ου Τουπούζας
Με μια τουπούζα, σε ενέδρα, χτύπησε χωριανό.
[τουπούζα = μεγάλο ρόπαλο (< τουρκ. topuz)]

  1.  
ου Τράτους
ο άντρας της Τράτας

  1.  
ου Τρούμαν
Ασχολούνταν πολύ με την πολιτική.

  1.  
ου Τρουμάρας


  1.  
ου Τσ’κάλι’ς


  1.  
ου Τσακαγιιάννι’ς


  1.  
ου Τσάκαλους
Γύριζε, τις νύχτες, στα χωράφια και έκλεβε.
[τσάκαλους = τσακάλι]

  1.  
ου Τσανdαναλιής


  1.  
ου Τσατσάους


  1.  
ου Τσέρους


  1.  
ου Τσιbούκας / Τζ’bούκας


  1.  
ου Τσιληλής


  1.  
ου Τσίρους


  1.  
ου Τσόκας


  1.  
ου Τσόκμης


  1.  
ου Τσουγδής


  1.  
ου Τσουπάνι’ς
Έβοσκε πολύ καλά λίγες γίδες που είχε και η μάνα του τον καλωσόριζε με τη φράση «Καλώς του τσουπανάκι!)
[τσουπανάκι= τσοπανάκι, τσοπανάκος]

  1.  
ου Τσουρλιής


  1.  
ου Φ’στάνους
Φουστάνος < φουστάνι

  1.  
ου Φαμηλιίτ’ς
= φαμελίτης.
Είχε πολλά παιδιά (μεγάλη φαμελιά)

  1.  
ου Φάντ’ς, οι Φάντηνης
Περπατούσε στητός και καμαρωτός και κάποια γειτόνισσα τον σχολίασε ότι περπατάει σαν «φάντ’ς» (φάντης της τράπουλας) και έμεινε…

  1.  
ου Φασαφούτας
Έπαιζε αρμόνικα, κάτι σαν ακορντεόν.

  1.  
ου Φασουλιής


  1.  
ου Χάπ’ς


  1.  
ου Χάρακας


  1.  
ου Χαριβάρδους
Είχε σχέση με τους χαριβαρδινούς.

  1.  
ου Χαρτουφάς


  1.  
ου Χασηδένιιους
χασεδένιος

  1.  
ου Χιειρουβουμβίδας
χειροβομβίδας

  1.  
ου Χιηζουνέρ’ς
χεζονέρης

  1.  
ου Χιιόνι’ς


  1.  
ου Χράμ’ς


  1.  
ου Ψιψής


  1.  
ου Ψουμάς


  1.  
ου Ψυχόρους ή ου Ξ’λένιιους
Από το «Ψυχάρης».

  1.  
τ’  Αγουράκι(άντρας)
Χαιρετούσε τις παρέες πάντα με την προσφώνηση «γεια σας αγόρια!» ακόμα και στα γεράματά του.

  1.  
τα  Φιλουτάραχα
(Φιλοτάραχα). Έτσι λέγονταν οι κάτοικοι του Παγώνδα, γιατί συνεχώς τσακώνονταν μεταξύ τους.

  1.  
τα λουλου Παπαστέλι’κα (Παπαστέλι’δης)
Απόγονοι του Παπα-Στέλιου με ιδιομορφίες.

  1.  
του Dουγανάκι (άντρας)


  1.  
του Gαζηρό (άντρας)
Μικρός, ασχολούνταν με το ποδήλατό του κρατώντας πάντα ένα gαζηρό για να το λαδώνει.

  1.  
του Βιτσηντσό (γυναίκα)


  1.  
του Γιιουβίζ (άντρας)


  1.  
του Ζάχαρου (άντρας) και
ου Διαβήτ’ς
Έπασχε από μικρή ηλικία από ζάχαρο· ελάχιστοι τοτε γνώριζαν την πάθηση αυτή.

  1.  
του Ζούνι(άντρας)


  1.  
του Ηγουιστράκι(γυναίκα)
Δεν καταδεχόταν τους νεαρούς του χωριού.

  1.  
του Ηξηdαράκι (άντρας)


  1.  
του Καbουράκι (άντρας)
Έπασχε από κύφωση.

  1.  
του Καναρίνι


  1.  
του κουλλιητήρ’ (άντρας)


  1.  
του κουνιιστράκι (γυναίκα)


  1.  
του Λαρούgι
Ο έχων εξεσημασμένο μήλο του Αδάμ.

  1.  
του Λιιουdαράκι (άντρας)
Μικρόσωμος και πολύ μαλλιαρός.

  1.  
του Λουστρίνι(άντρας)
Ήταν πολύ μελαχρινός.

  1.  
του Μαdαρίνι (γυναίκα)
Κοπέλα με πολλές φακίδες στο πρόσωπο

  1.  
του Μανουβάκι (άντρας)
Το όνομά του ήταν Μανωλάκης και το απήγγελλε ψευδά.

  1.  
του ΝΑΤΟΥ (άντρας)
Είχε πολλά παιδιά· κατά την άποψη των χωριανών όχι όλα από τον ίδιο πατέρα.

  1.  
του Πατρουκλάκι
Μικροκαμωμένος που λεγόταν Πάτροκλος
[Πατρουκλάκι = Πατροκλάκι]

  1.  
του Πηdουμούνι
Άντρας με οικογένεια 5 γυναίκες (τη γυναίκα του και 4 κόρες).

  1.  
του Πητ’νάρ’ (άντρας)
Μικρόσωμος και όχι πολύ εμφανίσιμος· παρίστανε τον γυναικά.

  1.  
του Πιτσουνάκι (άντρας)


  1.  
του Πουλυβόλου (άντρας)


  1.  
του Σαλιgαράκι (άντρας)


  1.  
του Σαρκουbούλουμα (άντρας)


  1.  
του Στρουμφάκι
Το στρουμφάκι (μικρόσωμη γυναίκα)

  1.  
του Ταgαλάκ ι’ (άντρας)


  1.  
του Τακουνάκ ι’ / του Τακ’νάκι (άντρας)


  1.  
του Τουρκί


  1.  
του Τρουμαράκι (γυναίκα)
Κόρη του Τρουμάρα.

  1.  
του Τρρρ (άντρας)


  1.  
του Χασαπάκι (άντρας)
Ήταν χασάπης

  1.  
του Χταπόδ’
(στο Ηραίον)